- πρώσις
- -ώσεως, ἡ, Α(πιθ. γρφ.) (κατά τον Ησύχ.) (συνηρ. τ.) βλ. πρόωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… … Dictionary of Greek